-
1 λεπίδα
[-ίς (-ίδος)] η, λεπίδι τό1) лезвие;ξυριστική λεπίδα — лезвие безопасной бритвы;
2) чешуя, чешуйка;§ έπεσε λεπίδι — или τούς πέρασε από λεπίδι — а) дело дошло до резни; — б) были приняты жёсткие меры
-
2 лезвие
лезвие с η λεπίδα, η λάμα· \лезвие для бритья η ξυριστική λεπίδα, το ξυραφάκι* * *сη λεπίδα, η λάμαле́звие для бритья́ — η ξυριστική λεπίδα, το ξυραφάκι
-
3 лезвие
лезвиес τό ξυραφάκι, ἡ λάμα, ἡ ξυριστική λεπίδα [-ίς]. -
4 лезвие
-я ουδ.1. η κόψη•лезвие ножа, топора η κόψη του μο.χαιριού, του τσεκουριού.
2. ξυριστική λεπίδα.
См. также в других словарях:
λεπίδα — η (AM λεπίς, ίδος) [λέπος] έλασμα τέμνοντος οργάνου, λ.χ. ξίφους, μαχαιριού, ξυραφιού κ.λπ. (α. «η λεπίδα τού μαχαιριού» 8. «λεπὶς πρίονος», Ορειβ.) νεοελλ. 1. το όργανο που φέρει τέτοιο έλασμα («ξυριστική λεπίδα» το ξυραφάκι) 2. βοτ. το ανώτερο… … Dictionary of Greek
ξυράφι — ξυράφι, το και ξουράφι, το 1. ξυριστική λεπίδα. 2. μτφ., άνθρωπος έξυπνος, πνεύμα οξύ: Έχει μυαλό ξυράφι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξύρισμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξυρίζω. 2. αφαίρεση τριχών σύρριζα με ξυριστική λεπίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυράφι — Όργανο που χρησιμοποιείται για το ξύρισμα, κυρίως του ανδρικού προσώπου. Το ξυράφι αποτελείται συνήθως από μία χαλύβδινη λεπίδα μήκους περίπου 10 εκατ. και πλάτους περί τα 2 εκατ. Ένα από τα δύο χείλη της λεπίδας έχει λειανθεί με ακόνισμα για να… … Dictionary of Greek
λάμα — I Βουδιστές ιερείς. Βλ. λ. λαμαϊσμός· Δαλάι Λάμα. II Ποταμός της Ρωσίας, στις περιοχές Μόσχα και Καλίνιν. Βλ. λ. Μόσκοβας. * * * (I) η μικρή, λεπτή μετάλλινη πλάκα κοπτικού εργαλείου («λάμα μαχαιριού») 2. μικρό ξυραφάκι, λεπίδα που τοποθετείται… … Dictionary of Greek
ξυραφάκι — το μικρή μεταλλική λεπίδα ξυρίσματος που τοποθετείται σε ξυριστική μηχανή … Dictionary of Greek